- μεταξάβλαττα
- μεταξ-άβλαττα, ἡ,A purple silk, Edict.Diocl.24.1a,13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταξάβλαττα — και μεταξαβλάττη, ἡ (Α) είδος πορφυρής βαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα + βλάττα «πορφύρα»] … Dictionary of Greek